- ούλιος
- (I)οὔλιος, -ία, -ον (Α)1. ολέθριος, θανατηφόρος («οὔλιος ἀστήρ», Ομ. Ιλ.)2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριον όν.) Ούλιος και Όλιος, Οὐλία και Ὀλίαπροσωνυμία τού Απόλλωνος και τής Αρτέμιδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος». Το επίθ. αποδόθηκε στον Απόλλωνα και στην Αρτέμιδα επειδή οι θεότητες αυτές μπορούσαν να σκορπίσουν τον θάνατο. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, το επίθ. παράγεται από το ὅλος (πρβλ. Όλιος, Ολία)].————————(II)οὔλιος, -ία, -ον (Α) [ούλος (II)]μάλλινος.
Dictionary of Greek. 2013.